συγκρητισμός

συγκρητισμός
ο иск., филос, синкретизм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συγκρητισμός" в других словарях:

  • συγκρητισμός — union masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρητισμός — Όρος τον οποίο χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος για να χαρακτηρίσει το «κοινό μέτωπο των Κρητών» (οι οποίοι βρίσκονταν διαρκώς σε διαμάχη μεταξύ τους, αλλά ενώνονται εναντίον των ξένων). Τον χρησιμοποίησε στην εποχή του ο Έρασμος (μαζί με άλλους όρους,… …   Dictionary of Greek

  • συγκρητισμός — ο συγχώνευση διάφορων θρησκειών και τύπων λατρείας: Στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες οι ανατολικές θρησκείες διαδόθηκαν στη Pωμαϊκή αυτοκρατορία και παρουσιάστηκε το φαινόμενο του θρησκευτικού συγκρητισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκρητισμόν — συγκρητισμός union masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • Syncretism — For the linguistic term, see syncretism (linguistics). Syncretism (English pronunciation: /ˈsɪŋkrətɪzəm/) is the combining of different beliefs, often while melding practices of various schools of thought. The term means combining , but see below …   Wikipedia

  • Sincretismo — Un sincretismo es un intento de conciliar doctrinas distintas. Comúnmente se entiende que estas uniones no guardan una coherencia sustancial. También se utiliza en alusión a la cultura o la religión para resaltar su carácter de fusión y… …   Wikipedia Español

  • Синкретизм — В Викисловаре есть статья «синкретизм» Синкретизм (лат. syncretismus, от …   Википедия

  • Религиозный синкретизм — У этого термина существуют и другие значения, см. Синкретизм. Традиционные религии Ключевые поня …   Википедия

  • Синкретизм (лингвистика) — У этого термина существуют и другие значения, см. Синкретизм. Синкретизм (греч. συγκρητισμός) в языкознании  постоянное объединение в одной форме нескольких значений или компонентов значения, разделённых между разными формами в соотносимых с …   Википедия

  • Sincretismo — (Del gr. synkretismos.) ► sustantivo masculino 1 FILOSOFÍA Sistema filosófico que trata de conciliar doctrinas diferentes. 2 Mezcla o unión de elementos o cosas diferentes. SINÓNIMO fusión 3 GRAMÁTICA Concentración de dos o más funciones… …   Enciclopedia Universal


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»